ἀπαλλακτέον
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
A one must release from, τινά τινος Plu.Cor.32. 2 one must remove, make away with, τι ἐκποδών D.H.6.51. II (from Pass.) one must withdraw from, get rid of, τινός Lys.6.8, Pl.Phd.66e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλλακτέον: ῥηματ. ἐπίθ τοῦ ἀπαλλάσσω, πρέπει τις νὰ ἀπαλλάξῃ τινά τινος Πλούτ. Κορ. 32. 2) πρέπει τις νὰ «ξεκάμῃ» ἀπὸ κἄτι, ἀπαλλακτέον ἡμῖν καὶ ταῦτα τὰ σώματα ἐκποδὼν Διον. Ἁλ. 6. 51. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) πρέπει τις νὰ ἀποχωρήσῃ, ν᾿ ἀπαλλαχθῇ, τινὸς Λυσ. 104. 4, Πλάτ. Φαίδων 66D.
Spanish (DGE)
1 hay que librar τὰ θεῖα πάσης αἰτίας Plu.Cor.32.
2 hay que quitar ἀ. ἡμῖν καὶ ταῦτα τὰ σώματα ἐκποδών tenemos que desembarazarnos también de estos individuos D.H.6.51.
3 hay que desprenderse de τοῦ ἀνδρός Lys.6.8, αὐτοῦ (del cuerpo), Pl.Phd.66d.
Greek Monotonic
ἀπαλλακτέον: ρημ. επίθ. του ἀπαλλάσσω,
I. αυτό που πρέπει κάποιος να απελευθερώσει, να λυτρώσει κάποιον από κάτι, τινάτινος, σε Πλούτ.
II. (από τον Παθ. τύπο), αυτό από το οποίο πρέπει κάποιος να αποσυρθεί, να υποχωρήσει, να γλυτώσει, τινός, σε Πλάτ.