βαρυθυμία
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ἡ,
A sullenness, Arist. VV1251a4, Andronic. Rhod.p.570M.; heaviness of heart, depression, J.AJ16.10.5, Plu.Mar.40: pl., Id.2.477e.
German (Pape)
[Seite 434] ἡ, Mißmuth, Arist. de virt. et vit. 6, 7; Plut. Mar. 40 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠθῡμία: ἡ, κατήφεια, μελαγχολία, Ἀριστ. π. ἀρ. κ. κακ. 6. 2, Πλούτ. Μαρ. 40.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
irritation, mécontentement.
Étymologie: βαρύθυμος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 severidad, enfado ὀργιλότητος δὲ ἐστὶν εἴδη τρία, ἀκροχολία, πικρία, βαρυθυμία Arist.VV 1251a4, en la forma de tratar a los rehenes, Plu.Sert.10, ὑπ' ὀργῆς καὶ βαρυθυμίας ἐπῆγε τῇ Σπάρτῃ τὸν Πύρρον por rencor e irritación empujó a Pirro contra Esparta Plu.Pyrrh.26, cf. Plu.2.417d.
2 abatimiento, depresión Ἀριστόβουλος ἐκ βαρυθυμίας ἐπαγόμενος I.AI 16.322, ὑπὸ λύπης καὶ βαρυθυμίας ἀπορία λόγων ἔσχε Plu.Mar.40, δῆλος ἦν ἑαυτὸν ὑπὸ λύπης καὶ βαρυθυμίας διαχρησόμενος era evidente que el dolor y el abatimiento habrían de conducirle al suicidio Plu.Alex.70, cf. Andronic.Rhod.p.570, Plu.2.477e, Eus.PE 5.34.4.
Greek Monolingual
και βαρυθυμιά, η (AM βαρυθυμία) βαρύθυμος
δυσθυμία, σκυθρωπότητα.
Greek Monotonic
βᾰρῠθῡμία: ἡ, σκυθρωπότητα, μελαγχολία, κατήφεια, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βαρυθῡμία: ἡ раздраженность, негодование, досада Arst., Plut.
Middle Liddell
[from βαρύθυμος
sullenness, Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυθυμία -ας, ἡ zware irritatie; zwaarmoedigheid.