θυσανώδης
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
ες,
A = θυσανόεις, tassel-like, bunched, ῥίζα Thphr.HP1.6.4.
German (Pape)
[Seite 1228] ες, troddel-, quastenartig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
θῠσᾰνώδης: -ες, = θυσανόεις, ῥίζα Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 4.
Greek Monolingual
-ες (Α θυσανώδης, -ες) θύσανος
θυσανοειδής.