ἀνυπαρξία
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
English (LSJ)
ἡ,
A non-existence, nonentity, Phld.Mort.28, Antip.Stoic.3.252, S.E.P.1.21, Plot.5.5.2. 2 absence of predication, ἡ ἀπόφασις said to be ἀναίρεσις (τῆς φάσεως) καὶ ἀ. Alex.Aphr. in Top. 409.19.
German (Pape)
[Seite 266] ἡ, das Nichtvorhandensein, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῠπαρξία: ἡ, τὸ μὴ ὑπάρχειν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 21, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 inexistencia Phld.Mort.28.16, Antip.Stoic.3.252, S.E.P.1.21, Plot.5.5.2, Alex.Aphr.in Top.409.19
•aniquilación, la nada εἰς ἀναίρεσιν καὶ ἀ. τὴν ψυχὴν ... ἄγειν Gr.Nyss.M.46.72C, ἐὰν γὰρ ἀποθάνῃ ἄνθρωπος ... οὐκ εἰς ἀ. χωρεῖ Olymp.M.93.168C, cf. Gr.Nyss.Eun.3.7.49, Clem.Al.Strom.2.12.55.
2 en plu. terrores Aq.Ib.18.11.
Greek Monolingual
η (Α ἀνυπαρξία)
το να μην υπάρχει, να μην υφίσταται κάποιος ή κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπαρξία: ἡ несуществование, отсутствие: ὕπαρξις ἢ ἀ. Sext. наличие или отсутствие.