καθῆραι
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
καθήρας, aor. 1 inf. and part. of καθαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθῆραι: καθήρας, ἀπαρ. καὶ μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ καθαίρω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. de καθαίρω.
Greek Monotonic
κᾰθῆραι: καθήρας, απαρ. και μτχ. αορ. αʹ του καθαίρω.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῆραι: inf. aor. к καθαίρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθῆραι inf. aor. van καθαίρω.