σῦμα
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
Lacon. for θῦμα, Foed. ap. Th.5.77.
Greek (Liddell-Scott)
σῦμα: Λακων. ἀντὶ θῦμα, Θουκ. 5. 77.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lac. c. θῦμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(λακων. τ.) θῡμα.
Greek Monotonic
σῦμα: Λακων. αντί θῦμα.
Russian (Dvoretsky)
σῦμα: ατος τό лак. (= θῦμα) жертва Thuc.