τοξευτικός
From LSJ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
ή, όν,
A of archery, ἡ τ. (sc. τέχνη) Gal. Thras. 45, cf. Eust.40.22.
German (Pape)
[Seite 1128] zum Bogenschützen, zum Schießen mit dem Bogen gehörig, geschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τοξευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τοξείαν, τῆς τοξευτικῆς τέχνης Εὐστ. 40. 22.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τοξευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τοξεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόξευση
2. το θηλ. ως ουσ. η τοξευτική
η τέχνη του να τοξεύει κανείς.