τέγη
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ἡ,
A = στέγη, τέγος, D.C.39.61 (τέγναις codd.), Hsch. 2 = τέγος 111, Vett.Val.121.32.
German (Pape)
[Seite 1079] ἡ, = στέγη, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τέγη: ἡ, = στέγη, τέγος, Δίων Κ. 39. 61· «τέγη· στέγη, οἴκημα· Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. στέγη
2. πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- του στέγω (< ΙΕ ρίζα steg-) + κατάλ. -η χωρίς αρκτικό σ- (πρβλ. και στέγη)].