διαφρίσσω
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
strengthd. for φρίσσω, Poll.1.107.
German (Pape)
[Seite 612] durchschauern, Poll. 1, 107.
Greek (Liddell-Scott)
διαφρίσσω: ἐπιτεταμ. φρίσσω, Πολυδ. Α’, 107.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 erizar, encrespar, rizar τὴν ἐπιπολὴν τοῦ κύματος διέφριττε τὸ πέλαγος Poll.1.107.
2 en perf. estar asustado por τοὺς ... νόμους διαπεφρικότες Cyr.Al.Mt.182.17.
Greek Monolingual
διαφρίσσω και -ττω (Α)
ανατριχιάζω.