γλισχρία
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
ἡ,
A = γλισχρότης, stinginess, Sch.Ar.Pax193 (but expld. by ἀτυχία).
Greek (Liddell-Scott)
γλισχρία: ἡ, = γλισχρότης, φειδωλότης, μικρολογία, Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, ὅστις ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ ἀτυχία.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ avaricia, mezquindad Sch.Ar.Pax 193.