περίνησος

From LSJ
Revision as of 12:01, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνησος Medium diacritics: περίνησος Low diacritics: περίνησος Capitals: ΠΕΡΙΝΗΣΟΣ
Transliteration A: perínēsos Transliteration B: perinēsos Transliteration C: perinisos Beta Code: peri/nhsos

English (LSJ)

ον,

   A edged with purple (or with a fringe) : περίνησον (sc. ἱμάτιον), τό, robe with a purple border (or with a fringe), Antiph.297, Men.92, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 583] mit purpurnem Vorstoße; τὸ περίνησον, sc. ἱμάτιον, Frauenkleid mit purpurnem Vorstoße (νῆσος), Antiphan. bei Poll. 7, 52. Bei Hesych. steht auch περινήσαιος; Phot. erkl. περιβόλαια περιφερῆ καὶ νησοειδῆ; vgl. Menand. p. 34.

Greek (Liddell-Scott)

περίνησος: -ον, ὁ μετὰ ἐρυθρᾶς παρυφῆς, περίνησον (ἐξυπακ. ἱμάτιον), τό, περιβόλαιον ἔχον ἐρυθρὰν παρυφήν, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76, «περίνησα· τὰ περιβόλαια, οἷς ἐν κύκλῳ πορφύρα παράκειται» Ἡσύχ.- Κατὰ Φώτ.: «περίνησα:περιβόλαια περιφερῆ καὶ νησοειδῆ, ὅμοια ταῖς ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καλουμέναις χλαίναις· Μένανδρος Βοιωτίᾳ».

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νῆσος.