πυξινόπους
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
πουν, gen. ποδος,
A with feet of boxwood, κλίνη Roussel Cultes Egyptiens 221 (Delos, ii B.C.).
Greek Monolingual
-ουν, Α
(για έπιπλο) αυτός που έχει πόδια από ξύλο πύξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξινος + πούς, ποδός].