ἀντίλεξις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A answer, Hp. Decent.12. 2 dialogue, ἀντιλέξεις τῶν ὑποκριτῶν, opp. μονῳδίαι, Philostr.VA6.11. 3 contradiction, J.AJ18.1.3.
German (Pape)
[Seite 254] ἡ, Erwiderung, Hippocr.; Zwiegespräch, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίλεξις: -εως, ἡ, ἀπόκρισις, ἀπάντησις, Ἱππ. 24. 44. 2) διάλογος, ἀντιλέξεις τῶν ὑποκριτῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μονῳδίαι, Φιλόστρ. 244.
Spanish (DGE)
-εως
• Morfología: [gen. jón. -ιος Hp.Decent.12]
1 réplica, respuesta πρὸς τὰ ἀπαντώμενα Hp.l.c., cf. I.AI 17.126, 18.286
•en el drama diálogo ἀντιλέξεις τῶν ὑποκριτῶν op. μονῳδίαι Philostr.VA 6.11
•en gener. oposición I.AI 18.12, παρὰ τοῦ σώζοντος Θεοῦ Cyr.Al.M.69.748C.
2 contradicción de sentido κατὰ ἀντί λεξιν dud. en Isid.Etym.2.29.6.
Greek Monolingual
ἀντίλεξις, η (Α)
απόκριση, απάντηση
2. θεατρικός διάλογος
3. αντίρρηση.