ἀντευπάσχω
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
and ἀντευ-ποιέω are by recent edd. written divisim ἀντ' εὖ π. (v. Pl.Grg.520e, X.An.5.5.21, D.20.124), on the ground that εὖ never enters into direct composition with Verbs,
A v. εὖ fin.; but ἀντευποιεῖν is read in Arist.EN1179a28, Rh. 1374a24.
German (Pape)
[Seite 248] Wohlthaten dagegen empfangen; Plat. Gorg. 520 e ἀντ' εὖ πείσεται zu schreiben, vgl. Stallbaum zum a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντευπάσχω: καὶ ἀντευποιέω γράφονται ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν διῃρημένως, ἀντ’ εὖ π. (ἴδε Πλάτ. Γοργ. 520Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 21, Δημ. 494. 22), ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ εὖ οὐδέποτε συντίθεται ἀπ’ εὐθείας μετὰ ῥημάτων, ἴδε εὖ ἐν τέλει· ἀλλ’ ὁ Βέκκ. διατηρεῖ τὸ ἀντευποιεῖν ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 13, Ρητ. 1. 13, 12.
Spanish (DGE)
v. ἀντί A.
Greek Monolingual
ἀντευπάσχω (Α)
μου ανταποδίδουν ευεργεσία.
Russian (Dvoretsky)
ἀντευπάσχω: преимущ. раздельно получать добро за добро Xen.