Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Full diacritics: ἐφιελίς | Medium diacritics: ἐφιελίς | Low diacritics: εφιελίς | Capitals: ΕΦΙΕΛΙΣ |
Transliteration A: ephielís | Transliteration B: ephielis | Transliteration C: efielis | Beta Code: e)fieli/s |
ίδος, ἡ.
A = κάλυξ, part of a priest's crown, J.AJ3.7.6 (fort. φιελίς).
ἐφιελίς, -ίδος, ἡ (Α)
μέρος της μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το μέτωπο, κάλυκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένος τ. αντί εφηλίς].