συσχολαστής

From LSJ
Revision as of 17:55, 9 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3-$4")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσχολαστής Medium diacritics: συσχολαστής Low diacritics: συσχολαστής Capitals: ΣΥΣΧΟΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: syscholastḗs Transliteration B: syscholastēs Transliteration C: syscholastis Beta Code: susxolasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A school-fellow, fellow-student, Phld.Acad.Ind. p.91 M., D.H.Rh.9.12, Plu.2.47e, BCH32.430 (Delos); σ. τινός Zeno ap.D.L.7.9; τινὸς παρά τινι Str.13.1.67.--The word is noted as not Att. by Phryn.378 and prob. by Thom.Mag.p.337 R. (where codd. have σχολαστάς).

German (Pape)

[Seite 1046] ὁ, der mit Muße hat, bes. der Mitschüler, Strab. u. Plut.; s. Lob. Phryn. 401.

Greek (Liddell-Scott)

συσχολαστής: -οῦ, ὁ, συμφοιτητής, συμμαθητής, Διον. Ἁλ. π. Ρητορ. 349, Πλούτ. 2. 47Ε· σ. τινος, Διογ. Λ. 7. 9· τινος παρά τινι, Στράβ. 614· - ὁ Φρύνιχ. σ. 401 ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν ὡς ἐσχάτως ἀνάττικον, ὁμοίως καὶ Θωμᾶς ὁ Μάγιστρ. ἐν σ. 829.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
condisciple.
Étymologie: συσχολάζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συσχολάζω
1. αυτός που έχει σχόλη μαζί με κάποιον άλλον
2. (κατ' επέκτ.) συμμαθητής, συμφοιτητής.

Russian (Dvoretsky)

συσχολαστής: οῦ ὁ школьный товарищ Plut., Diog. L.