Κιλλικύριοι

From LSJ
Revision as of 13:58, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κιλλικύριοι Medium diacritics: Κιλλικύριοι Low diacritics: Κιλλικύριοι Capitals: ΚΙΛΛΙΚΥΡΙΟΙ
Transliteration A: Killikýrioi Transliteration B: Killikyrioi Transliteration C: Killikyrioi Beta Code: *killiku/rioi

English (LSJ)

or Καλλικύριοι, οἱ,    A Kallikyrioi, Kallikyrians, class of serfs at Syracuse, Arist. Fr.586, prob. in Hdt.7.155.

Greek (Liddell-Scott)

Κιλλικύριοι: ἢ Καλλικύριοι, οἱ, τάξις δούλων ἐν Συρακούσαις, πολλοί τινες τὸ πλῆθος· ὅθεν τοὺς καθ’ ὑπερβολὴν πολλοὺς καλλικυρίους ἔλεγον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 544-5, ἰδὲ Ruhnk. εἰς Τίμαι. σ. 56· ἐντεῦθεν πιθανῶς διορθωτέον Κιλλικυρίων ἐν Ἡροδ. 7. 155 ἀντὶ τῶν διαφ. γραφῶν τῶν Ἀντιγράφ. Κυλλυρίων, Κιλλυρίων, Κυλληρίων.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
classe d’esclaves, à Syracuse.
Étymologie: DELG sans explication.

Russian (Dvoretsky)

Κιλλικύριοι: или Κυλλύριοι οἱ килли(ки)рии (особый разряд сиракузских рабов) Her.

Frisk Etymological English

Meaning: οἱ ἐπεισελθόντες γεωμόροι δοῦλοι δε ἦσαν οὗτοι καὶ τοὺς κυρίους ἐξέβαλον H. slaves in Syracuse.
Other forms: also Καλλικύριοι (Arist.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: See Paus. Gr. p. 188 Erbse. The name is unexplained.