αἱμύλιος
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
ον, A = αἱμύλος, Od.1.56, h.Merc.317, Hes.Th.890, Thgn. 704; in good sense, Eranos 13.87.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμύλιος: -ον, = αἱμύλος, Ὀδ. Α. 56, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 317. Ἡσ. Θεογ. 704.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. αἱμύλος.
English (Autenrieth)
wheedling, winning, Od. 1.56†.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 encantador, seductor de las palabras μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι Od.1.56, αἱμυλίοισι λόγοισι A.R.3.1141, μύθοισι ... αἱμυλίοισι A.R.1.792
•subst. αἱμυλίοισιν A.R.3.51, τὸ τε ἐπὶ τῇ γλώσσῃ καὶ τοῖς χείλεσιν αἱ. Eun.VS 465.
2 astuto, hábil, lisonjero αἱμυλίοισι λόγοισιν h.Merc.317, ἐξαπατήσας αἱ. λόγοισιν Hes.Th.890, ψεύδεά θ' αἱμυλίους τε λόγους Hes.Op.78, cf. Thgn.704.
Greek Monotonic
αἱμύλιος: -ον = αἱμύλος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμύλιος: (ῠ) Hom., HH, Hes. = αἱμύλος.