βαλανειόμφαλος

From LSJ
Revision as of 14:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνειόμφᾰλος Medium diacritics: βαλανειόμφαλος Low diacritics: βαλανειόμφαλος Capitals: ΒΑΛΑΝΕΙΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: balaneiómphalos Transliteration B: balaneiomphalos Transliteration C: valaneiomfalos Beta Code: balaneio/mfalos

English (LSJ)

ον,    A with a boss like the valve of a bath, φιάλη β. a cup with a round bottom, Cratin. 50.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνειόμφαλος: -ον, φιάλη βαλ., ἔχουσα κυρτὸν τὸν πυθμένα, ὀμφαλωτή, Κρατῖν. Δραπ. 9, ἔνθα καὶ Meineke· «Καλεῖται δ’ οὕτως ὅτι τῶν φιαλῶν οἱ ὀμφαλοὶ καὶ τῶν βαλανείων οἱ θόλοι παρόμοιοι» Ἀθήν. 11, 501· πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

(βᾰλᾰνειόμφᾰλος) -ον

• Alolema(s): βαλανόμφαλος Hsch.
con una protuberancia en el medio δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους Cratin.54.

Greek Monolingual

βαλανειόμφαλος, -ον (Α)
(για φιάλη) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε σχήμα πώματος μπανιέρας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον «λουτρό» + ομφαλός «πώμα με το οποίο κλεινόταν ο εξαγωγός βαλανείου»].