διέτμαγεν
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
διέτμᾰγον, A v. διατμήγω.
Greek (Liddell-Scott)
διέτμᾰγεν: διέτμᾰγον, ἴδε ἐν λ. διατμήγω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 Act. de διατμήγω;
3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de διατμήγω.
English (Autenrieth)
see διατμήγω.
Greek Monotonic
διέτμᾰγεν: Επικ. αντί διετμάγησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του διατμήγω· -έτμᾰγον, Ενεργ. αόρ. βʹ.