διαμπερέως
From LSJ
English (LSJ)
= foreg., A through and through, of piercing pains, Hp.Int.8; also, διείσομαι πάντα δ. Nic.Th.495.
German (Pape)
[Seite 591] = διαμπερές; Hippocr.; Theocrit. 25, 120; Nic. Th. 495.
Russian (Dvoretsky)
διαμπερέως: Theocr. = διαμπερές I, 3.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμπερέως zie διαμπερής.