διανοητής
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who thinks, gloss on φρόνιμος, Hsch.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ que piensa, inteligenteglos. a φρόνιμος Hsch.
Greek Monolingual
ο (Α διανοητής) διανοούμαι
διανοούμενος, στοχαστής
αρχ.
ο φρόνιμος, ο συνετός.