διαπρέπεια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A magnificence, Aq.Ps.28(29).2,al.
German (Pape)
[Seite 598] ἡ, die Pracht, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρέπεια: ἡ, μεγαλοπρέπεια, Ἑβδ. Ἀκύλ. καὶ Σύμμαχ. Δευτερ. λγ΄, 17, Ψαλμ. κη΄, 2, ρθ΄, 3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ grandeza Aq.Ps.28.2.