διπλοΐς
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, A double cloak, LXX 1 Ki.2.19, J.AJ6.14.2, etc.; worn by Cynics, AP7.65 (Antip. (?)). II = διπλόη 1, Hp.Morb. 2.23. 2 abscess in horse's ear, Hippiatr.17.
Greek (Liddell-Scott)
διπλοΐς: ΐδος, ἡ, διπλοῦν ἱμάτιον, ὡς τὸ δίπλαξ, Ἀνθ. Π. 7. 65· ὁ συνήθης ἱματισμὸς τῶν κυνικῶν, πρβλ. Ὁράτ. Ἐπ. 1. 17, 25· ὑποκορ. διπλοΐδιον, Πολυδ. Ζ΄, 49. ΙΙ. διπλόη Ι, Ἱππ. 469. 10.
French (Bailly abrégé)
ΐδος (ἡ) :
1 (s.e. χλαῖνα) manteau qu’on met en double;
2 suture du crâne.
Étymologie: διπλόος.
Spanish (DGE)
-ΐδος, ἡ
• Alolema(s): διπλοιίς PSI 569.11 (III a.C.)
1 manto o capa doble, PSI l.c., PCair.Zen.176.253 (III a.C.), AP 7.65 (Antip.Sid.), OClaud.129.9 (II d.C.), Eus.HE 7.18.2, llevada por Samuel como vestidura litúrgica, LXX 1Re.2.19, I.AI 6.333, Origenes Engast.3 (p.285), Gr.Naz.M.36.596A, Gr.Nyss.Pss.153.3.
2 medic. diploe tejido óseo esponjoso entre las paredes de los huesos craneales, Hp.Morb.2.23, Hippiatr.17.1.
3 base, fondo de masa espesa para cierta empanada, Apic.141, 142.
Greek Monolingual
διπλοΐς, η (Α) διπλούς·1. διπλός μανδύας που τυλίγεται στο σώμα δύο φορές
2. ο μανδύας τών Κυνικών
3. η διπλόη του κρανίου
4. απόστημα στα αφτιά τών αλόγων.
Greek Monotonic
διπλοΐς: -ΐδος, ἡ, διπλό ρούχο, όπως το δίπλαξ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
διπλοΐς: ΐδος ἡ Anth. = δίπλαξ II.