εὐπαράπειστος

From LSJ
Revision as of 20:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαράπειστος Medium diacritics: εὐπαράπειστος Low diacritics: ευπαράπειστος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euparápeistos Transliteration B: euparapeistos Transliteration C: efparapeistos Beta Code: eu)para/peistos

English (LSJ)

ον,    A easily persuaded, φίλοις X.Ages.11.12 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1086] leicht zu bereden, φίλοις εὐπαραπειστότατος Xen. Ag. 11, 12; Poll. 8, 12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαράπειστος: -ον, εὐκόλως παραπειθόμενος, φίλοις εὐπαραπειστότατος, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à persuader.
Étymologie: εὖ, παραπείθω.

Greek Monolingual

εὐπαράπειστος, -ον (Α)
αυτός που παραπείθεται εύκολα, που εξαπατάται εύκολα με δόλιους λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα-πείθω «πείθω, εξαπατώ»].

Greek Monotonic

εὐπαράπειστος: -ον, αυτός που εύκολα παρασύρεται, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐπαράπειστος: легко уговариваемый, легко поддающийся внушению (φίλοις Xen.).

Middle Liddell

εὐ-παράπειστος, ον
easily led away, Xen.