εὑρεσίκακος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ον, A inventive of evil, Sch.E. Med.407.
German (Pape)
[Seite 1092] erfinderisch im Bösen, Schol. Eur. Med. 407.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρεσίκᾰκος: -ον, ἐφευρίσκων κακόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 407.
Greek Monolingual
εὑρεσίκακος, -ον (ΑΜ)
εφευρετικός στο κακό, ικανός να επινοήσει κάτι κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω, πρβλ. ευρεσί-λογος, ευρεσι-τέχνης) + κακός, σύνθετο του τ. τερψίμβροτος.