ζωνῖτις
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A in belts or seams, καδμεία Dsc.5.74; cf. ζώννυμι 111.2.
German (Pape)
[Seite 1143] ιδος, ἡ, gürtelähnlich, Diosc.
Greek Monolingual
ζωνίτις, -ιδος, ἡ (Α) ζώνη
αυτή που έχει ζώνες, που σχηματίζει κυκλικές ραβδώσεις.