κανδαλιστής
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A acrobat, Delph.3(1).226 (sed leg. σκανδ-).
Greek Monolingual
κανδαλιστής, ὁ (Α)
επιγρ. ακροβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. του σκανδαλιστής (< σκανδαλίζω)].