καταδουλισμός
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
ὁ, A enslavement, ἅπτεσθαι or ἐφάπτεσθαί τινος ἐπὶ καταδουλισμῷ, GDI1685.5, 1686.8, al. (Delph.).
German (Pape)
[Seite 1347] ὁ, = καταδούλωσις, Inscr., oft.
Greek Monolingual
καταδουλισμός, ὁ (Α) καταδουλίζω
καταδούλωσις.