καταδουλεύομαι

From LSJ
Revision as of 22:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδουλεύομαι Medium diacritics: καταδουλεύομαι Low diacritics: καταδουλεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΔΟΥΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katadouleúomai Transliteration B: katadouleuomai Transliteration C: katadouleyomai Beta Code: katadouleu/omai

English (LSJ)

   A reduce to slavery, Sm.Le.27.17, f.l. in Eus. Mynd.Fr.10(v. καταδουλόω 1.2).

German (Pape)

[Seite 1347] sich unterjochen, Euseb. Stob. fl. 6, 15.

Greek (Liddell-Scott)

καταδουλεύομαι: καταδουλόω, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 12.

Greek Monolingual

καταδουλεύομαι (Α)
υποδουλώνω κάποιον για ωφέλειά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταδουλῶ κατά τα ρ. σε -εύω / -εύομαι, στη μέση φωνή ως μέσο δυναμικό].