καταματτεύομαι
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
Pass., A to be tickled, πτερῷ (as an emetic) Hp.Int. 6, 27 (v.l. κατ-ματευόμενος):—also κατ-ματέομαι Gal.19.109; κατ-μάττομαι Hp.Int.12 (v.l. κατ-ματτεόμενος).