κεραμοποιός

From LSJ
Revision as of 09:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμοποιός Medium diacritics: κεραμοποιός Low diacritics: κεραμοποιός Capitals: ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: keramopoiós Transliteration B: keramopoios Transliteration C: keramopoios Beta Code: keramopoio/s

English (LSJ)

ὁ,    A potter, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1420] der Töpfer, der irdene Gefäße macht.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμοποιός: ὁ, κεραμεύς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κεραμοποιός)
ο κατασκευαστής κεράμων, ο κεραμέας
νεοελλ.
(ειδ.) ο κατασκευαστής κεραμιδιών και τούβλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -ποιός (< ποιῶ)].