κελλίβας
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
ατος, ὁ, prob. A = κιλλίβας, portable table, PRyl.136.10 (i A.D.); cf. Lat. cilibantum, cilliba.
Greek Monolingual
κελλίβας, -ατος, ὁ (Α)
πάπ. πιθ. κιλλίβας, κινητή τράπεζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cilliba «στρογγυλή τράπεζα»].
Frisk Etymological English
See also: s. κιλλίβας