κοπρηγός

From LSJ
Revision as of 09:33, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπρηγός Medium diacritics: κοπρηγός Low diacritics: κοπρηγός Capitals: ΚΟΠΡΗΓΟΣ
Transliteration A: koprēgós Transliteration B: koprēgos Transliteration C: koprigos Beta Code: koprhgo/s

English (LSJ)

όν,    A conveying dung, πλοῖον PLond.2.317.8 (ii A. D.): Subst. -ηγόν, τό, dung-cart, PFay. 119.33 (pl., 100 A. D.).

Greek Monolingual

κοπρηγός, -όν (Α)
1. πάπ. (για πλοίο) αυτό που μεταφέρει κόπρο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοπρηγόν
άμαξα, κάρο για μεταφορά κόπρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχ-ηγός, στρατ-ηγός].