κρούνωμα
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
English (LSJ)
ατος, τό, A = κρουνός 2, κ. βρότειον Emp.6.3.
German (Pape)
[Seite 1514] τό, das Hervorgesprudelte, = κρουνός, δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον, die Augen als die Quellen der Thränen, Empedocl. 28.
Greek (Liddell-Scott)
κρούνωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κρουνόω, = κρουνός, Ἐμπεδ. 161.
Greek Monolingual
κρούνωμα, τὸ (Α)
μεγάλη ποσότητα αφθονία («νῆστίς θ' ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επίθημα -ωμα (πρβλ. αέτ-ωμα, κεφάλ-ωμα)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρούνωμα -τος, τό [κρουνός] bron; overdr.: κρούνωμα βρότειον bron van het sterfelijke leven Emped. B 6.3.
Russian (Dvoretsky)
κρούνωμα: ατος τό источник: δακρύων κ. Emped. = ὀφθαλμός.