κυλλοποδίων

From LSJ
Revision as of 10:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλοποδίων Medium diacritics: κυλλοποδίων Low diacritics: κυλλοποδίων Capitals: ΚΥΛΛΟΠΟΔΙΩΝ
Transliteration A: kyllopodíōn Transliteration B: kyllopodiōn Transliteration C: kyllopodion Beta Code: kullopodi/wn

English (LSJ)

[ῑ], ονος, ὁ, (πούς)    A club-footed, halting, epith. of Hephaistos, Il.18.371, 20.270: voc. κυλλοπόδῑον 21.331.

French (Bailly abrégé)

ονος;
adj. m.
boiteux.
Étymologie: κυλλός, πούς.

English (Autenrieth)

voc. -πόδῖον (κυλλός, πούς): crook-footed, epith. of Hephaestus. (Il.)

Greek Monolingual

κυλλοποδίων, -ονος, ὁ (Α)
(προσωνυμία του Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + θ. ποδ- του πούς (πρβλ. γεν. ποδ-ός) + κατάλ. -ίων για εκφραστικούς λόγους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυλλοποδίων -ον, gen. -ονος [κυλλός, πούς] vocat. κυλλοπόδιον, mank, kreupel.

Russian (Dvoretsky)

κυλλοποδίων: ονος (ῑ) adj. m хромоногий (Ἣφαιστος Hom.).