κόρυμνα
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
A necklace, Hsch.
Greek Monolingual
κόρυμνα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις γυναικεῑος περιτραχήλιος», περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].