μελανάγριος

From LSJ
Revision as of 11:58, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνάγριος Medium diacritics: μελανάγριος Low diacritics: μελανάγριος Capitals: ΜΕΛΑΝΑΓΡΙΟΣ
Transliteration A: melanágrios Transliteration B: melanagrios Transliteration C: melanagrios Beta Code: melana/grios

English (LSJ)

ἄμπελος,    A vitis nigra agrestis, Gloss.: -άγριος, malva agrestis, ib.

Greek Monolingual

μελανάγριος, -ον (Α)
1. το θηλ. ως ουσ.μελανάγριος
το ποώδες φυτό μαλάχη η αγρία
2. φρ. «μελανάγριος ἄμπελος» — είδος αμπέλου, η μαύρη άγρια άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἄγριος.