μῶδιξ

From LSJ
Revision as of 13:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῶδιξ Medium diacritics: μῶδιξ Low diacritics: μώδιξ Capitals: ΜΩΔΙΞ
Transliteration A: mō̂dix Transliteration B: mōdix Transliteration C: modiks Beta Code: mw=dic

English (LSJ)

ἡ,    A = σμῶδιξ, Id. μωδύει· θάλπει, μωραίνει, ἐκλύει, Id. (leg. μωλύει). μώδυξ· ἀπαίδευτος, Id. (leg. μῶλυξ).

German (Pape)

[Seite 225] = σμῶδιξ, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μῶδιξ: ἡ, = σμῶδιξ.

Greek Monolingual

μῶδιξ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σμῶδιξ», πρήξιμο από χτύπημα, μώλωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σμῶδιξ
φλέψ, φλυκτίς (Ησύχ.), με σίγηση του αρκτικού -σ- (πρβλ. σμικρός: μικρός)].