νηοπόλος
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
A v. ναοπόλος.
Greek (Liddell-Scott)
νηοπόλος: Ἀττ. νᾱοπ-, ον, (νηός, πολέω) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ ναῷ, περιποιούμενος ναόν, φύλαξ τοῦ ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991, Μανέθων 4. 427· θηλ., Ἀνθ. Π. 1. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prend soin d’un temple, prêtre ou ministre d’un temple.
Étymologie: ναός, πολέω.
Greek Monolingual
νηοπόλος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναοπόλος.
Greek Monotonic
νηοπόλος: ὁ, ἡ (νηός, πολέω), Αττ. νᾱοπ-, -ον, αυτός που απασχολείται στο ναό, φύλακας ναού, σε Ησίοδ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νηοπόλος: ион. Hes., Anth. = ναοπόλος I и II.
Middle Liddell
νηός, πολέω
busying oneself in a temple: a temple-keeper, Hes., Anth.