Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Full diacritics: ξῠλοπώλιον | Medium diacritics: ξυλοπώλιον | Low diacritics: ξυλοπώλιον | Capitals: ΞΥΛΟΠΩΛΙΟΝ |
Transliteration A: xylopṓlion | Transliteration B: xylopōlion | Transliteration C: ksylopolion | Beta Code: culopw/lion |
τό, A lignarium, Gloss.
ξυλοπώλιον, τὸ (Α) ξυλοπώλης
κατάστημα όπου πωλούνται ξύλα, ξυλάδικο.