ξηροπυρίτας

From LSJ
Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηροπῡρίτᾱς Medium diacritics: ξηροπυρίτας Low diacritics: ξηροπυρίτας Capitals: ΞΗΡΟΠΥΡΙΤΑΣ
Transliteration A: xēropyrítas Transliteration B: xēropyritas Transliteration C: ksiropyritas Beta Code: chropuri/tas

English (LSJ)

[ῑ] ἄρτος, ὁ, (πυρός)    A = αὐτόπυρος, Ameriasap.Ath.3.114c.

Greek Monolingual

ξηροπυρίτας, ὁ (Α)
φρ. «ξηροπυρίτας ἄρτος» — άρτος που παρασκευάζεται με ακοσκίνιστο σταρένιο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + πυρίτᾱς (< πυρός «σιτάρι») (ἄρτος)].