ξυνωνία
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ἡ, A = κοινωνία, partnership, fellowship, ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν Archil.86.
German (Pape)
[Seite 282] ἡ, = κοινωνία, Gemeinschaft, Archil. 59.
Greek (Liddell-Scott)
ξῡνωνία: ἡ, = κοινωνία, Ἀρχίλ. 80.
Greek Monolingual
ξυνωνία, ιων. τ. ξυνωνίη, ἡ (Α) ξυνών
σύλλογος, εταιρεία, συντροφιά («ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν», Αρχίλ.).