πατρομύστης

From LSJ
Revision as of 15:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρομύστης Medium diacritics: πατρομύστης Low diacritics: πατρομύστης Capitals: ΠΑΤΡΟΜΥΣΤΗΣ
Transliteration A: patromýstēs Transliteration B: patromystēs Transliteration C: patromystis Beta Code: patromu/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A one whose father was a μύστης, hereditary μύστης, IGRom.4.1393 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 536] ὁ, ein Ehrenamt bei der asiatischen Musikgesellschaft, pater mystarum Bacchi, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

πατρομύστης: -ου, ὁ, πατὴρ ἢ πρῶτος τῶν μυστῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3173Α. 17., 3195.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που έχει κληρονομικά την ιδιότητα του μύστη, ο από τον πατέρα του μύστης
2. (κατά δ. ερμ.) ο πατέρας τών μυστών, ο πρώτος τών μυστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μύστης.