πιτυρίτης
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
[ρῑ] ἄρτος, A = πιτυρίας, Philem.Gloss. ap. Ath.3.114e, Gal.8.184.
German (Pape)
[Seite 622] ὁ, = πιτυρίας, Ath. III, 114 e.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῡρίτης: -ου, ὁ, ἴδε πιτυρίας.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
(ενν. άρτος) ψωμί παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο αλεύρι, πιτυρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. -ίτης, που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (πρβλ. ζυμ-ίτης, ιπ-ίτης, κριβαν-ίτης)].