πολυνέφελος

From LSJ
Revision as of 17:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυνέφελος Medium diacritics: πολυνέφελος Low diacritics: πολυνέφελος Capitals: ΠΟΛΥΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: polynéphelos Transliteration B: polynephelos Transliteration C: polynefelos Beta Code: polune/felos

English (LSJ)

ον,    A overcast with clouds, EM7.10; Dor. πολυνεφέλας, α, epith. of Οὐρανός, Pi.N.3.10.

German (Pape)

[Seite 667] mit vielen Wolken, sehr wolkig, Schol. Pind. N. 3, 10.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠνέφελος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν νεφῶν κατακεκαλυμμένος, λίαν νεφελώδης, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 10, κτλ.· ― ὑπάρχει καὶ Δωρ. τύπος πολυνεφέλας, α, Πινδ. Ν. 3. 16.

Greek Monolingual

-ον, και δωρ. τ. πολυνεφέλας, Α
(ως προσωνυμία του Ουρανού) αυτός που έχει πολλά νέφη, πολύ νεφελώδης, καλυμμένος με σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. α-νέφελος].