πτερυγοτόμος
From LSJ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
ὁ, A instrument for this purpose, ibid., Paul.Aeg.6.18 (also -τόμον, τό, Hermes 38.283).
German (Pape)
[Seite 809] bei Paul. Aeg. ein Instrument, die πτερύγια im Augenwinkel aufzuschneiden.
Greek (Liddell-Scott)
πτερῠγοτόμος: ὁ, ἐργαλεῖον πρὸς ἀποτομὴν πτερυγίου (ΙΙ. 7), Παῦλ. Αἰγ. 6. 18· - πτερυγοτομία, ἡ, ἡ τοιαύτη ἐγχείρησις, Ἰατρικ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.
Greek Monolingual
ὁ, Α χειρουργικό εργαλείο για την αποκοπή πτερυγίων τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, -υγος + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος.