πωλητικός

From LSJ
Revision as of 21:48, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλητικός Medium diacritics: πωλητικός Low diacritics: πωλητικός Capitals: ΠΩΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pōlētikós Transliteration B: pōlētikos Transliteration C: politikos Beta Code: pwlhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A offering for sale, τὸ τῆς . . ἀρετῆς π. the trade of offering excellence for sale, Pl.Sph.224d.

German (Pape)

[Seite 827] den Verkauf betreffend, verkaufend, τινός, Plat. Soph. 224 d.

Greek (Liddell-Scott)

πωλητικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων εἰς πώλησιν, τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πωλεῖν τὴν ἀρετὴν (τὴν ὑπεροχήν), Πλάτ. Σοφιστ. 224D. Ἐπίρρ. -κῶς.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πωλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώληση
2. αυτός που προσφέρει κάτι για πώληση
3. φρ. «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το επάγγελμα του να πουλάει κανείς την αρετή.
επίρρ...
πωλητικῶς Α
με πωλητικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

πωλητικός: продажный, торговый Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωλητικός -ή -όν [πωλέω] verkoops-.