πυόρροια
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
ἡ, A discharge of matter, Dsc.5.113.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
εκροή πύου σε μεγάλη ποσότητα («φατνιακή πυόρροια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυορροῶ. Η λ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pyorrhea].