σκεδασμός
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ὁ, A = σκέδασις, Epicur.Nat.Herc.908.2, Ph.1.686, J.AJ1.1.3, M.Ant.7.32.
German (Pape)
[Seite 891] ὁ, = Vorigem (?).
Greek (Liddell-Scott)
σκεδασμός: ὁ, = σκέδασις, Φίλων 11 686, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 32, κτλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
σκέδαση («πρὸς σκεδασμὸν τῆς ἡμῶν ἐμβολῆς», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ- του αορ. ἐ-σκέδασ-α του σκεδάννυμι + κατάλ. -μός (πρβλ. κρεμασ-μός)].